Συνέντευξη του Ζορζ Λαμπικά
στο περιοδικό Critique Communiste
μετάφραση Τάσος Μπέτζελος
Critique communiste: Το βιβλίο σου εντυπωσιάζει με το εύρος των αναφορών του και την παιδεία που υποδηλώνει. Ωστόσο, επιβεβαιώνει μια διαπίστωση που μοιάζει προφανής, ότι δηλαδή η βία υπάρχει πάντα και παντού. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, όλης αυτής της εργασίας;
Georges Labica: Ήθελα εδώ και μια εικοσαετία να γράψω για τη βία. Η βία είναι παρούσα στην Ιστορία, και τη συναντούμε κάθε στιγμή στη νεωτερικότητά μας. Είναι αδύνατον να διαβάσουμε μια εφημερίδα ή να ανοίξουμε την τηλεόραση χωρίς να τη βρούμε μπροστά μας. Με επηρέασε επίσης ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας: βλέπουμε κάθε είδους εξεγέρσεις και οδύνες να ξεπηδούν απ’ τους κόλπους των οικογενειών. Αλλά στη βάση του προβληματισμού μου υπάρχει καταρχάς το ερώτημα του πολιτικού αγώνα και της επανάστασης: η αναγκαιότητα να στοχαστούμε τη βία στην καρδιά ακριβώς της επανάστασης.
Μελετούσα το έργο του Φανόν όταν οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν πολεμική εναντίον των θέσεών του, και ενδιαφέρθηκα για τη βία στη Γαλλική Επανάσταση, με επίκεντρο το ζήτημα της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, είχα ήδη γράψει αρκετά γι’ αυτό το θέμα: το άρθρο «βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού, ένα βιβλιαράκι για τον Ροβεσπιέρο και την τρομοκρατία, ένα άλλο για τον Λένιν κ.λπ. Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διασαφηνίσω το ζήτημα, και ότι για να το κάνω αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο. Για χρόνια, όμως, δεν κατάφερνα να αφοσιωθώ σε αυτό το καθήκον.
Τελικώς, αυτό που με ώθησε να περάσω στην πράξη ήταν το γεγονός ότι δεν με ικανοποιούσαν οι πολυάριθμες εργασίες που διάβαζα γι’ αυτό το θέμα. Ήταν πλούσιες, αλλά συχνά περιγραφικές, και μάλιστα κάπως ηθικοπλαστικές. Εγώ, όμως, ήθελα να μελετήσω σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαίο να αποκατασταθεί σήμερα η χειραφετητική βία. Γι’ αυτό καταπιάστηκα με τη συγκεκριμένη εργασία.
Όλο αυτόν τον καιρό συγκέντρωσα τόνους από παραπομπές, αλλά με ενδιέφερε να μην ενδώσω σε μια ιδιοτροπία που απεχθάνομαι, ενός φιγουρατζή που παρουσιάζει τις γνώσεις του και επιδεικνύει την ευρύτητα των αναγνωσμάτων του. Συγχρόνως, χρησιμοποίησα όλα αυτά τα βιβλία ως υλικό για την εργασία μου. Έπρεπε, λοιπόν, να προχωρήσω κάπως έτσι. Με τη διαφορά ότι δικό μου αντικείμενο ήταν, ασφαλώς, να σκεφτώ τη σύγχρονη βία.
Critique Communiste: Η κατάληξη του στοχασμού σου, αν κατάλαβα καλά, οδηγεί στο ζήτημα της εξουσίας: βία και εξουσία είναι εγγενώς συνυφασμένες.
Georges Labica: Απολύτως. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η βία δεν είναι έννοια. Από φιλοσοφική σκοπιά, συνιστά ένα ανεύρετο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία, από μια βία μαζική, τεχνολογική κ.λπ.
Ωστόσο, υπάρχει στις κοινωνίες μας μια απόλυτη καταδίκη της βίας, και τούτο χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά με τα περιεχόμενα αυτής της βίας. Η βία ξεκινά με την τρικλοποδιά του σχολιαρόπαιδου και φτάνει στον παλαιστίνιο καμικάζι, περνώντας απ’ τις διάφορες μορφές αντίστασης που εκδηλώνονται στη Λατινική Αμερική.
Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την παγκοσμιοποίηση, που είναι μια παγκοσμιοποίηση της βίας. Πώς θα μπορούσαμε να μη δούμε ότι το σύστημα δεν υπήρξε ποτέ φορέας τόσης βίας; Στρατιωτικής βίας, την οποία γνωρίζουμε και ξέρουμε γιατί, και βίας της οικονομίας… Συγχρόνως, η απαγόρευση της βίας εσωτερικεύεται απ’ τις συνειδήσεις, ακόμη και τις πιο μαχητικές. Γεγονός που επιτρέπει στο κράτος να κατέχει το απόλυτο μονοπώλιο της βίας, απ’ το σχολείο μέχρι τις κοινωνικές και τις ένοπλες συγκρούσεις.
Υπάρχει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: κάθε έκκληση στη δράση ή την εξέγερση ξεκινά με μια δήλωση αρχής σύμφωνα με την οποία δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα καταφυγής σε οποιαδήποτε βία! Ωστόσο, δεν βλέπουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι κυριαρχούμενοι, ακόμη και στις σημερινές κοινωνίες αφθονίας, να επιβάλουν την εξουσία τους, ή επίσης το συνασπισμό τους στην εξουσία, χωρίς να καταφύγουν σε μια αντι-βία που τους επιβάλλεται απ’ το σύστημα.
Critique Communiste: Θα λέγαμε ότι επιβάλλεται μια προσταγή μη βίας;
Georges Labica: Η μη βία δεν παραπέμπει, πλέον, σε ένα ηθικο-πολιτικό ρεύμα σκέψης, όπως συνέβαινε με τον Γκάντι και τους διαδόχους του, είναι ένα είδος ταμπού, που γενικεύεται λόγω της κρατικής δύναμης και ενισχύεται από όλα όσα συνέβησαν: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την αποτυχία του κομμουνισμού, την καταστολή στην Κίνα κ.λπ. Όσοι τάσσονταν υπέρ μιας εξεγερτικής δράσης βρίσκονται σε αμηχανία, σκέφτονται ότι είναι καλύτερα να τα παρατήσουμε, παρά να περάσουμε τα ίδια. Αυτή είναι η βάση της μη βίας.
Και κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από ολόκληρη την Ιστορία συνάγεται ένα αδιαμφισβήτητο δίδαγμα, σύμφωνα με το οποίο όταν οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, αυτοί πάντα πληρώνουν το τίμημα! Αυτό σημαίνει ότι η βία δεν είναι αντικείμενο μιας επιλογής, λόγου χάρη μιας επιλογής ανάμεσα στον Γκάντι και τον Λένιν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι τράπουλας: η κατάσταση υπαγορεύει τα μέσα. Ο ίδιος ο Γκάντι απέδειξε ότι δεν υποστήριζε με απόλυτο τρόπο τη μη βία, εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε.
Critique communiste: Η ανάγνωση του βιβλίου σου οδηγεί στη σκέψη ότι η βία που κατατρύχει την κοινωνία μας είναι μια βία εγγύτητας, στην οποία παραπέμπει η έννοια της ανασφάλειας, και γίνεται αντιληπτή ως επιστροφή της αγριότητας. Μεμιάς, η θεσμοποιημένη βία, η βία του κράτους, συσκοτίζεται, και μάλιστα βιώνεται ως φορέας εκπολιτισμού…
Georges Labica: Πιστεύω ότι όλα αυτά συνδέονται με μια πρόσφατη εξέλιξη, που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία. Περάσαμε απ’ το ιδεώδες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που γνωρίζουμε πόσο τα υπολόγιζαν οι ισχυροί, στο ιδεώδες του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ χρησίμευσε ως πρόσχημα για μια πολιτική (που προϋπήρχε στην πραγματικότητα), η οποία προωθήθηκε με τον Patriot Act και όλα τα επακόλουθά του στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας επέτρεψε τη γενικευμένη αστυνόμευση των κοινωνιών, την απαγόρευση των κοινωνικών διεκδικήσεων και πρωτόγνωρες μορφές ελέγχου των πολιτών.
Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες δεδομένο: η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται απ’ το γεγονός ότι η καταστροφική δεσπόζουσα του καπιταλισμού έχει υπερισχύσει επί της θετικής δεσπόζουσας. Αυτό αφορά τα αγαθά, καθώς καταστρέφονται εμπορεύματα σε μαζική κλίμακα, ακόμη και τα μέσα παραγωγής τους, καταστρέφονται υπηρεσίες, όπως γίνεται με τις δημόσιες υπηρεσίες, καταστρέφονται κεφάλαια και καταστρέφονται άτομα και λαοί. Πίσω απ’ την έννοια της φτώχειας –αυτής της φτώχειας που προσελκύει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου– κρύβεται το γεγονός ότι στη σημερινή ανάπτυξη του καπιταλισμού υπάρχουν άνθρωποι που είναι περιττοί: δομική ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Και σε πλανητική κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός είναι ένας λαός περιττός… Όλους αυτούς δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, αλλά είναι περιττοί! Οι σκέψεις αυτές δεν είναι ενθαρρυντικές, αλλά αν δεν αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα δεν θα βρούμε το δρόμο της επανάστασης. Αυτό είναι, όμως, αφετηρία για έναν άλλο στοχασμό, που αφορά την άρρηκτη σχέση επανάστασης και δημοκρατίας. Πρέπει να ξεριζώσουμε την ιδέα ότι η δημοκρατία αντιτίθεται στην επανάσταση και ότι η επανάσταση ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το ιδεολογικό και μιντιακό σφυροκόπημα, που στερεί απ’ τους ανθρώπους την αυτονομία της σκέψης.
Critique communiste: Θα έλεγες ότι αυτή η πίεση που ασκούν τα μέσα ενημέρωσης στις συνειδήσεις μας είναι μια μορφή βίας;
Georges Labica: Ναι, είναι μια βία που συσκοτίζει τη βία του συστήματος. Υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα ελάχιστα επιχειρήματα που επιτρέπουν να νομιμοποιείται το σύστημα και στο εύρος των καταγγελιών που προκαλεί. Η παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και η αποβλάκωση που προωθούνται από τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτή την πραγματικότητα.
Περί βίας και αντι-βίας
Η συμβολή του Ζορζ Λαμπικά
Τάσος Μπέτζελος
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στη βία
είναι η ορθολογικότητά της»
(Μ. Φουκώ)
Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά (1930-2009), τόσο με το βιβλίο του Θεωρία της βίας (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001, σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Critique communiste.
Είναι η βία των καταπιεσμένων επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση βίας και μη βίας δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής: εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας, διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.
Μολονότι οι παρεμβάσεις του Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Critique communiste, ήταν συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (1982), το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον «κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».
Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως όταν μιλάει στη συνέντευξη για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία), και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού, δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων; Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη «σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία, και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανάσταση και Δημοκρατία
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη) δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία. Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και αποσπασματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη: μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση. Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει «κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον, μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».
ΠΗΓΗ: Εκτός/Γραμμής
Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά (1930-2009), τόσο με το βιβλίο του Θεωρία της βίας (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001, σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Critique communiste.
Είναι η βία των καταπιεσμένων επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση βίας και μη βίας δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής: εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας, διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.
Μολονότι οι παρεμβάσεις του Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Critique communiste, ήταν συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (1982), το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον «κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».
Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως όταν μιλάει στη συνέντευξη για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία), και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού, δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων; Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη «σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία, και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανάσταση και Δημοκρατία
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη) δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία. Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και αποσπασματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη: μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση. Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει «κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον, μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».
ΠΗΓΗ: Εκτός/Γραμμής
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: aformi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου