Μια είδηση η οποία πέρασε εντελώς στα αζήτητα των ΜΜΕ ήταν το κλείσιμο του ιστότοπου της Χ.Α. από τη wordpress -που προσφέρει δωρεάν την υποδομή και τον διαδικτυακό χώρο. Ίδια τύχη βέβαια είχαν και άλλες αρνητικές ειδήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο κόμμα, όπως το ξυλοφόρτωμα μελών του από κάτοικους του Διστόμου, η σύλληψη μέλους της Χ.Α. για διπλό φόνο, η διεύθυνση οίκων ανοχής από τον αρχηγό Μιχαλολιάκο και άλλα νέα που έβλαπταν τη στερεοτυπική εικόνα. Πολλές φορές εμφανίστηκαν υποτιθέμενες αρνητικές διαφημίσεις που λειτούργησαν βοηθητικά στο χτίσιμο αυτής της εικόνας, με τη βία (επικυρωμένη από αισθήματα αυτοδικίας) να αποτελεί μαγνήτη ειδικά για τη νεολαία.
Παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα με πολλές πτυχές, το πώς μια ακροδεξιά οργάνωση με σαφείς ναζιστικές αναφορές (βλ. έμβλημα, πρακτικές, λόγος κλπ.), η οποία πριν λίγα χρόνια βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας φαντάζοντας ως γραφική στα μάτια του μέσου ψηφοφόρου, παίζει αυτήν τη στιγμή κεντρικό πολιτικό ρόλο, καθορίζοντας ακόμη και την πολιτική ατζέντα των εκλογών. Προφανώς, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πόσο μάλλον όταν λίγες ως μηδαμινές είναι οι δομικές αλλαγές στην οργάνωση, με τη θέση του γενικού γραμματέα να παραμένει ακλόνητη από την ίδρυση της, με την οικογένεια του να τον πλαισιώνει στοργικά και διαθέτοντας μέλη αμφιβόλου ευστροφίας. Ας αναζητήσουμε λοιπόν ορισμένες εξηγήσεις αναλύοντας τις κοινωνικές διεργασίες που μας έφτασαν σε αυτό το σημείο.
Αυτό που ζούμε είναι ένα πλέγμα σχέσεων ή μάλλον «μη σχέσεων», διαρρηγμένων από αυτά που μαθαίνουμε ή μας μαθαίνουν ψάχνοντας είτε ένα νόημα είτε μια βαλβίδα εκτόνωσης για ό,τι μας περιβάλλει. Για παράδειγμα, η τηλεόραση δεν είναι απλά ένα χαλαρωτικό για να τρως αργά το φαγητό σου, αλλά ένας δίαυλος εκπαίδευσης για το πώς να ζεις και πώς να σκέφτεσαι. Η έλλειψη χώρων, όπου θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε με τους γείτονες, δεν ορίζει απλώς τη μοναξιά των μεγαλουπόλεων, αλλά δημιουργεί μια πραγματικότητα εγκαθιδρυμένη από την οποία δύσκολα κανείς ξεφεύγει. Μένει η επιλογή επιβεβλημένων ρόλων στους οποίους καταλήγει ο καθένας και η καθεμία για να μην αποκλειστεί κοινωνικά ή απλώς για να επιβιώσει. Δίπλα στα πατροπαράδοτα πρότυπα του ισχυρού άνδρα, της γόνιμης γυναίκας, της δεμένης οικογένειας κλπ., εμφανίστηκε δυναμικά το lifestyle στη δεκαετία του ’90, τελικά όχι για να τα ακυρώσει, αλλά για να τα ενισχύσει. Πλέον δεν ταιριάζει μια αρτηριοσκληρωτική εικόνα στους σύγχρονους χαρακτήρες, αλλά με αργά βήματα όλα αποκτούν μια ελαστικότητα χωρίς να αλλάζει η αλλοτριωμένη υπόστασή τους. Ο ακροδεξιός πολιτικός που εμφανίζεται αξιόπιστος, ο χωμένος σε σκάνδαλα ακλόνητος δημοσιογράφος που μιλάει την γλώσσα του δρόμου, η γυναίκα-γιάπισσα η οποία αποκτά επιτέλους την ανεξαρτησία της ή ο γκέι που συντηρητικοποιείται και γίνεται αποδεκτός αποτελούν νέες μορφές παλιών συμπεριφορών και τρόπων ζωής.
Φαντάζουν όλα αυτά τόσο περίπλοκα που η καθημερινή μας γλώσσα αδυνατεί να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Ζούμε πλέον την εποχή της καθιέρωσης της ατάκας και της φρασεολογίας που είναι κενή από νοήματα, αλλά πληθωρική από υπόρρητες σημασίες. Από έλλειψη σοβαροφάνειας μπορεί να έβριθαν τα περιοδικά του Κωστόπουλου, οι μεταμεσονύκτιες trash εκπομπές και οι ραδιοφωνικές συζητήσεις του Γεωργίου με αγνώστους, αλλά οι ίδιοι οι εμπνευστές αυτών των επικοινωνιακών μέσων διεκδικούσαν μια σοβαρή άποψη για όλα.
Η πέρασή τους ήταν μαζική και η μόδα φάνταζε πιο αθώα και παραλυτική από ποτέ. Οι ατακαδόρικες φράσεις αντικαθιστούσαν τις εμπεριστατωμένες απόψεις, οι διαφημίσεις κατέλυαν κάθε είδους φαντασία, τα εμπορεύματα κατανάλωναν ανθρώπους και όλα κυλούσαν αντεστραμμένα. Ένα «αθώο» ανέκδοτο για τους Αλβανούς επισφράγιζε έναν αδήλωτο ρατσισμό, η αναπαραγωγή κοινοτυπιών εμφανιζόταν ως ψαγμένη άποψη και η πανεπιστημιακή κατάρτιση σε έναν μόνο τομέα παρήγαγε στενομυαλιά. Ορίστε λοιπόν η νέα εποχή της έλλειψης κριτικού πνεύματος και της μίας και μοναδικής αλήθειας πώς τίποτα δεν αλλάζει, οπότε δεν αξίζει να προσπαθεί κανείς για κάτι. Μια κυνική θέση που εύκολα φτάνει στο επόμενο στάδιο της εχθρικής στάσης προς οτιδήποτε εκπροσωπεί το ριζοσπαστικό ή προς οποιουσδήποτε αλλάζουν με την παρουσία τους την κατεστημένη πραγματικότητα, (βλ. ξένους).
Η κουλτούρα της ημιμάθειας και της αναζήτησης νέων σωτήρων έπαιρνε σάρκα και οστά. Κάτι όμως έλειπε, ώστε ένα θολό μάγμα να πάρει τη μορφή ενός κοινωνικού σώματος που κατεβαίνει δυναμικά στον δρόμο. Αυτό ήταν η κοινωνική διάχυση με όρους όχι χαβαλέ αλλά υπαρξιακούς. Το δεδομένο ήταν ότι σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας η Χ.Α. τα προηγούμενα χρόνια τα είχε βρει σκούρα. Είχαν συμβεί αρκετά ευτράπελα με φεστιβάλ να μένουν από ρεύμα μιας και είχαν προκληθεί ζημιές στα πίλερ, αφισοκολλήσεις να κόβονται στη μέση με τους κουβάδες να απαλλοτριώνονται, τρικάκια να μαζεύονται σε λίγες ώρες, γραφεία να αποκτούν τσιμεντένια πόρτα μέσα σε λίγα λεπτά κλπ.
Όλο εκείνο το κυρίως νεολαιΐστικο κομμάτι στο οποίο αναφερθήκαμε πριν έμενε πολιτικά στο ράφι, είτε γιατί όντως τα πράγματα δεν είχαν γίνει ζόρικα ακόμη, είτε γιατί ασχολούνταν με άλλα. Ποια όμως ήταν αυτά; Μετά από δοκιμές και πειράματα, η ναζιστική οργάνωση βρήκε την απάντηση, βλέποντας το παράδειγμα των συνδέσμων οπαδών και τη χρήση του Διαδικτύου από αυτούς. Το να αναφέρουμε τη μετάλλαξη των περισσότερων συνδέσμων σε ιδιωτικούς στρατούς είναι περιττό μιας και αποτελεί κοινή αντίληψη. Το όχι τόσο προφανές είναι ο προσηλυτισμός μέσω Ιnternet, ανεξαρτήτως απόστασης, με τις οπαδικές μαγκιές, την επίδειξη αντρίλας και την μάγευση της εικόνας στα μάτια της πιτσιρικαρίας που αποζητά την ένταξη σε ομάδες που υπερισχύουν έναντι άλλων. Το πατροπαράδοτο παιχνίδι του πολέμου και των ανταγωνισμών σε μικρογραφία, όπου ένα αθώο αίσθημα αγάπης για ένα έμβλημα μεταβάλλεται σε μίσος και έπειτα σε δίψα για τυφλή βία. Μια γρήγορη βόλτα σε forum, site κλπ. επιβεβαιώνει και την επιτυχία του τρόπου, αλλά και το μέγεθος της περιρρέουσας καφρίλας που κυκλοφορεί.
Η Χ.Α. δεν αντέγραψε απλώς τα παραπάνω, τα μετέφερε αυτούσια και τα επέκτεινε στη σφαίρα της πολιτικής. Δεν έχει σημασία πότε συμβαίνει τι (ημέρα παιχνιδιού, ραντεβού αντίπαλων οπαδών), όλα συμβαίνουν συνέχεια και η βία κατά πάντων (αδύναμων) κρίνεται ως επιθυμητή και αναγκαία. Το γεγονός ότι πρωτοκλασάτα ονόματα της κερκίδας βρέθηκαν όχι μόνο να είναι υποψήφιοι του κόμματος αλλά να μαζεύουν πολλές ψήφους (π.χ. στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος σε ψήφους προέρχεται από κλαμπ του ΠΑΟΚ και ο δεύτερος είναι δηλωμένος οπαδός του ΑΡΗ, για να μην αναφέρουμε τα ονόματα και των τριών μεγάλων ομάδων της Αττικής), αποδεικνύει τις αμφίδρομες σχέσεις των δυο χώρων.
Σε αυτό το υπόβαθρο δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο εκτός από την άμβλυνση εκείνων των στοιχείων που θα ενοχλούσαν τον μέσο ψηφοφόρο-μικροαστό, όπως οι εξόφθαλμες ναζιστικές αναφορές, οι παγανιστικές αντιθρησκευτικές απόψεις, οι αναφορές στο χουντικό ή ασφαλίτικο παρελθόν κ.α. Ξεκίνησε λοιπόν μια εκστόμιση συνθημάτων-ατακών, είτε άκρως λαϊκιστικών, είτε επικαλλυμένων με μια κλεμμένη από άλλους πολιτικούς χώρους επαναστατική φρασεολογία, που με βάση όλα αυτά που αναφέραμε θα κέρδιζαν απήχηση, την εποχή μάλιστα που τα ΜΜΕ είχαν προλειάνει το έδαφος της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της πατριδολαγνείας.
Επανερχόμενοι στην ημιμάθεια, την άγνοια και την γενικευμένη αποβλάκωση, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κόσμος δεν αντιλαμβανόταν πώς μια δύναμη που απείχε από κάθε πορεία εργαζομένων/απολυμένων ή γενικότερα κάθε κίνηση εναντίον των μέτρων του μνημονίου, εμφανιζόταν ως έγκυρα αντιμνημονιακή ή πώς, ενώ υπερψηφίστηκε από τα σώματα ασφαλείας (ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται…), εμφανιζόταν ως αντισυστημική ενάντια στο παρηκμασμένο κράτος (που οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. το υπηρετούν επαγγελματικά). Η πανικόβλητη αναζήτηση σωτήρων φαίνεται ότι θολώνει κι άλλο το ήδη θολωμένο μυαλό του «απελπισμένου» που με μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο θα μπρούσε αμέσως να διαπιστώσει την αγάπη της Χ.Α. για τις σβάστικες, το ολοκαύτωμα κλπ. Κι όμως, οι περιπτώσεις ατόμων που είτε ψήφισαν Χ.Α., είτε είχαν δίλημμα μεταξύ αυτής ή ψήφου στην Αριστερά, δεν ήταν λίγες, καθώς δήλωναν άγνοια για το τι στο διάολο σημαίνει ακροδεξιό-εθνικιστικό κόμμα εν έτει 2012!
Με αυτόν τον τρόπο, διαδικτυακά σχόλια φιλικά προς πρακτικές της Χ.Α. έγιναν ψήφος διαμαρτυρίας, θετικές γνώμες έφτασαν να αποδίδουν σεβασμό σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε συμμορίες του υποκόσμου και εξυπνακίστικες ατάκες εντυπωνόντουσαν στο κοινωνικό πεδίο ως δείγματα ντομπροσύνης. Όχι πως θα έλειπαν φιάσκα ή τραγικά λάθη από την πλευρά της οργάνωσης Χ.Α., αλλά αυτά είτε θα αποσιωπούνταν στη δημόσια σφαίρα, είτε θα επικαλύπτονταν από το πνεύμα μιας συγχυσμένης δημοκρατίας που επιτρέπει ακόμη και στους μαχαιροβγάλτες το δικαίωμα να εκφράζονται (συνήθως με λοστούς και σιδερογροθιές). Εξάλλου, ο μύλος του Διαδικτύου όλα τα αλέθει με το χρήστη να διαλέγει τι να πιστέψει και τι να αφήσει να περάσει στη λήθη. Copy-paste, Like, tweet, είναι πρακτικές μιας στρατηγικής η οποία κερδίζοντας έδαφος δεν ψάχνει σε πρώτο βαθμό μάχιμους πολεμιστές αλλά συμπαθούντες, ώστε οποιαδήποτε θεαματική κίνηση να αποτυπώνεται θετικά ή τουλάχιστον όχι αρνητικά, δημιουργώντας ένα ευρύ κοινό για την αποδοχή της. Στην επιλογή «Μου αρέσει» του facebook π.χ. το πεδίο κριτικής είναι περιορισμένο,εμφανίζοντας την απολυτότητα στις απόψεις ως κάτι που έχει θετικό πρόσημο, ασχέτως του τι πρεσβεύει.
Απέναντι σε όλα αυτά το κατέβασμα της σελίδας wordpress της οργάνωσης ήρθε ομολογουμένως κάπως αργοπορημένα. Εικάζουμε ότι μετά τις εκλογές ενημερώθηκαν για το τι ακριβώς πρεσβεύει η Χ.Α. ή ακόμη η χακερίστικη επίθεση των Anonymous στην κεντρική ιστοσελίδα της παράταξης να λειτούργησε κάπως επικουρικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο εγκαταλείπεται ως ένα άλλο πεδίο προπαγάνδας, καθώς αξίζει να αναφερθεί ότι μια σελίδα στο fb που ηρωοποιεί το χαστούκι του Κασιδιάρη απέκτησε σε μία μέρα πάνω από 4.500 φίλους! Πάντως η στάμπα της Χ.Α. έχει εισχωρήσει τόσο στην πολιτική και κοινωνική ζωή –μια ματιά στα δελτία ή στα παράθυρα των ειδήσεων αρκεί για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος– ώστε το Διαδίκτυο να επικαλύπτεται από τον χωροχρόνο που παρέχει η παντοδύναμη τηλεόραση στους ασπόνδυλους εκπροσώπους της X.A..
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει και αυτή του πρωτοφανούς αβανταρίσματος της παράταξης από κάθε μορφή εξουσίας την περίοδο μάλιστα που η δικαιοσύνη εμφανίζεται αμείλικτη απέναντι σε φτωχοδιάβολους, απεργούς, αγωνιστές κ.α. Η συνεχής αναβολή εκδικάσεων υποθέσεων που βαραίνουν μεγαλοστελέχη της Χ.Α. ή η μη απόδοση κατηγοριών σε συμμορίες που επιτίθενται βίαια σε μετανάστες, καθώς και πολλά άλλα γεγονότα ανοίγουν το τεράστιο θέμα της κάλυψης της οργάνωσης από ισχυρά κέντρα εξουσίας. Οι τακτικές για τις οποίες κάναμε λόγο, παρ’ όλη τη σκανδαλώδη εκπόρευσή τους από τα πάνω, δείχνουν να κερδίζουν έδαφος γύρω μας. Σε αυτό το πεδίο λοιπόν πρέπει να απαντηθεί οτιδήποτε ντύνεται τον μανδύα του επαναστατικού κουβαλώντας ό,τι πιο γερασμένο, εμετικό και σάπιο έχει γεννηθεί στην ανθρώπινη πολιτική ιστορία.
«Συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί : αυτή είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε.»
Primo Levi
Παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα με πολλές πτυχές, το πώς μια ακροδεξιά οργάνωση με σαφείς ναζιστικές αναφορές (βλ. έμβλημα, πρακτικές, λόγος κλπ.), η οποία πριν λίγα χρόνια βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας φαντάζοντας ως γραφική στα μάτια του μέσου ψηφοφόρου, παίζει αυτήν τη στιγμή κεντρικό πολιτικό ρόλο, καθορίζοντας ακόμη και την πολιτική ατζέντα των εκλογών. Προφανώς, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πόσο μάλλον όταν λίγες ως μηδαμινές είναι οι δομικές αλλαγές στην οργάνωση, με τη θέση του γενικού γραμματέα να παραμένει ακλόνητη από την ίδρυση της, με την οικογένεια του να τον πλαισιώνει στοργικά και διαθέτοντας μέλη αμφιβόλου ευστροφίας. Ας αναζητήσουμε λοιπόν ορισμένες εξηγήσεις αναλύοντας τις κοινωνικές διεργασίες που μας έφτασαν σε αυτό το σημείο.
Αυτό που ζούμε είναι ένα πλέγμα σχέσεων ή μάλλον «μη σχέσεων», διαρρηγμένων από αυτά που μαθαίνουμε ή μας μαθαίνουν ψάχνοντας είτε ένα νόημα είτε μια βαλβίδα εκτόνωσης για ό,τι μας περιβάλλει. Για παράδειγμα, η τηλεόραση δεν είναι απλά ένα χαλαρωτικό για να τρως αργά το φαγητό σου, αλλά ένας δίαυλος εκπαίδευσης για το πώς να ζεις και πώς να σκέφτεσαι. Η έλλειψη χώρων, όπου θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε με τους γείτονες, δεν ορίζει απλώς τη μοναξιά των μεγαλουπόλεων, αλλά δημιουργεί μια πραγματικότητα εγκαθιδρυμένη από την οποία δύσκολα κανείς ξεφεύγει. Μένει η επιλογή επιβεβλημένων ρόλων στους οποίους καταλήγει ο καθένας και η καθεμία για να μην αποκλειστεί κοινωνικά ή απλώς για να επιβιώσει. Δίπλα στα πατροπαράδοτα πρότυπα του ισχυρού άνδρα, της γόνιμης γυναίκας, της δεμένης οικογένειας κλπ., εμφανίστηκε δυναμικά το lifestyle στη δεκαετία του ’90, τελικά όχι για να τα ακυρώσει, αλλά για να τα ενισχύσει. Πλέον δεν ταιριάζει μια αρτηριοσκληρωτική εικόνα στους σύγχρονους χαρακτήρες, αλλά με αργά βήματα όλα αποκτούν μια ελαστικότητα χωρίς να αλλάζει η αλλοτριωμένη υπόστασή τους. Ο ακροδεξιός πολιτικός που εμφανίζεται αξιόπιστος, ο χωμένος σε σκάνδαλα ακλόνητος δημοσιογράφος που μιλάει την γλώσσα του δρόμου, η γυναίκα-γιάπισσα η οποία αποκτά επιτέλους την ανεξαρτησία της ή ο γκέι που συντηρητικοποιείται και γίνεται αποδεκτός αποτελούν νέες μορφές παλιών συμπεριφορών και τρόπων ζωής.
Φαντάζουν όλα αυτά τόσο περίπλοκα που η καθημερινή μας γλώσσα αδυνατεί να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Ζούμε πλέον την εποχή της καθιέρωσης της ατάκας και της φρασεολογίας που είναι κενή από νοήματα, αλλά πληθωρική από υπόρρητες σημασίες. Από έλλειψη σοβαροφάνειας μπορεί να έβριθαν τα περιοδικά του Κωστόπουλου, οι μεταμεσονύκτιες trash εκπομπές και οι ραδιοφωνικές συζητήσεις του Γεωργίου με αγνώστους, αλλά οι ίδιοι οι εμπνευστές αυτών των επικοινωνιακών μέσων διεκδικούσαν μια σοβαρή άποψη για όλα.
Η πέρασή τους ήταν μαζική και η μόδα φάνταζε πιο αθώα και παραλυτική από ποτέ. Οι ατακαδόρικες φράσεις αντικαθιστούσαν τις εμπεριστατωμένες απόψεις, οι διαφημίσεις κατέλυαν κάθε είδους φαντασία, τα εμπορεύματα κατανάλωναν ανθρώπους και όλα κυλούσαν αντεστραμμένα. Ένα «αθώο» ανέκδοτο για τους Αλβανούς επισφράγιζε έναν αδήλωτο ρατσισμό, η αναπαραγωγή κοινοτυπιών εμφανιζόταν ως ψαγμένη άποψη και η πανεπιστημιακή κατάρτιση σε έναν μόνο τομέα παρήγαγε στενομυαλιά. Ορίστε λοιπόν η νέα εποχή της έλλειψης κριτικού πνεύματος και της μίας και μοναδικής αλήθειας πώς τίποτα δεν αλλάζει, οπότε δεν αξίζει να προσπαθεί κανείς για κάτι. Μια κυνική θέση που εύκολα φτάνει στο επόμενο στάδιο της εχθρικής στάσης προς οτιδήποτε εκπροσωπεί το ριζοσπαστικό ή προς οποιουσδήποτε αλλάζουν με την παρουσία τους την κατεστημένη πραγματικότητα, (βλ. ξένους).
Η κουλτούρα της ημιμάθειας και της αναζήτησης νέων σωτήρων έπαιρνε σάρκα και οστά. Κάτι όμως έλειπε, ώστε ένα θολό μάγμα να πάρει τη μορφή ενός κοινωνικού σώματος που κατεβαίνει δυναμικά στον δρόμο. Αυτό ήταν η κοινωνική διάχυση με όρους όχι χαβαλέ αλλά υπαρξιακούς. Το δεδομένο ήταν ότι σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας η Χ.Α. τα προηγούμενα χρόνια τα είχε βρει σκούρα. Είχαν συμβεί αρκετά ευτράπελα με φεστιβάλ να μένουν από ρεύμα μιας και είχαν προκληθεί ζημιές στα πίλερ, αφισοκολλήσεις να κόβονται στη μέση με τους κουβάδες να απαλλοτριώνονται, τρικάκια να μαζεύονται σε λίγες ώρες, γραφεία να αποκτούν τσιμεντένια πόρτα μέσα σε λίγα λεπτά κλπ.
Όλο εκείνο το κυρίως νεολαιΐστικο κομμάτι στο οποίο αναφερθήκαμε πριν έμενε πολιτικά στο ράφι, είτε γιατί όντως τα πράγματα δεν είχαν γίνει ζόρικα ακόμη, είτε γιατί ασχολούνταν με άλλα. Ποια όμως ήταν αυτά; Μετά από δοκιμές και πειράματα, η ναζιστική οργάνωση βρήκε την απάντηση, βλέποντας το παράδειγμα των συνδέσμων οπαδών και τη χρήση του Διαδικτύου από αυτούς. Το να αναφέρουμε τη μετάλλαξη των περισσότερων συνδέσμων σε ιδιωτικούς στρατούς είναι περιττό μιας και αποτελεί κοινή αντίληψη. Το όχι τόσο προφανές είναι ο προσηλυτισμός μέσω Ιnternet, ανεξαρτήτως απόστασης, με τις οπαδικές μαγκιές, την επίδειξη αντρίλας και την μάγευση της εικόνας στα μάτια της πιτσιρικαρίας που αποζητά την ένταξη σε ομάδες που υπερισχύουν έναντι άλλων. Το πατροπαράδοτο παιχνίδι του πολέμου και των ανταγωνισμών σε μικρογραφία, όπου ένα αθώο αίσθημα αγάπης για ένα έμβλημα μεταβάλλεται σε μίσος και έπειτα σε δίψα για τυφλή βία. Μια γρήγορη βόλτα σε forum, site κλπ. επιβεβαιώνει και την επιτυχία του τρόπου, αλλά και το μέγεθος της περιρρέουσας καφρίλας που κυκλοφορεί.
Η Χ.Α. δεν αντέγραψε απλώς τα παραπάνω, τα μετέφερε αυτούσια και τα επέκτεινε στη σφαίρα της πολιτικής. Δεν έχει σημασία πότε συμβαίνει τι (ημέρα παιχνιδιού, ραντεβού αντίπαλων οπαδών), όλα συμβαίνουν συνέχεια και η βία κατά πάντων (αδύναμων) κρίνεται ως επιθυμητή και αναγκαία. Το γεγονός ότι πρωτοκλασάτα ονόματα της κερκίδας βρέθηκαν όχι μόνο να είναι υποψήφιοι του κόμματος αλλά να μαζεύουν πολλές ψήφους (π.χ. στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος σε ψήφους προέρχεται από κλαμπ του ΠΑΟΚ και ο δεύτερος είναι δηλωμένος οπαδός του ΑΡΗ, για να μην αναφέρουμε τα ονόματα και των τριών μεγάλων ομάδων της Αττικής), αποδεικνύει τις αμφίδρομες σχέσεις των δυο χώρων.
Σε αυτό το υπόβαθρο δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο εκτός από την άμβλυνση εκείνων των στοιχείων που θα ενοχλούσαν τον μέσο ψηφοφόρο-μικροαστό, όπως οι εξόφθαλμες ναζιστικές αναφορές, οι παγανιστικές αντιθρησκευτικές απόψεις, οι αναφορές στο χουντικό ή ασφαλίτικο παρελθόν κ.α. Ξεκίνησε λοιπόν μια εκστόμιση συνθημάτων-ατακών, είτε άκρως λαϊκιστικών, είτε επικαλλυμένων με μια κλεμμένη από άλλους πολιτικούς χώρους επαναστατική φρασεολογία, που με βάση όλα αυτά που αναφέραμε θα κέρδιζαν απήχηση, την εποχή μάλιστα που τα ΜΜΕ είχαν προλειάνει το έδαφος της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της πατριδολαγνείας.
Επανερχόμενοι στην ημιμάθεια, την άγνοια και την γενικευμένη αποβλάκωση, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κόσμος δεν αντιλαμβανόταν πώς μια δύναμη που απείχε από κάθε πορεία εργαζομένων/απολυμένων ή γενικότερα κάθε κίνηση εναντίον των μέτρων του μνημονίου, εμφανιζόταν ως έγκυρα αντιμνημονιακή ή πώς, ενώ υπερψηφίστηκε από τα σώματα ασφαλείας (ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται…), εμφανιζόταν ως αντισυστημική ενάντια στο παρηκμασμένο κράτος (που οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. το υπηρετούν επαγγελματικά). Η πανικόβλητη αναζήτηση σωτήρων φαίνεται ότι θολώνει κι άλλο το ήδη θολωμένο μυαλό του «απελπισμένου» που με μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο θα μπρούσε αμέσως να διαπιστώσει την αγάπη της Χ.Α. για τις σβάστικες, το ολοκαύτωμα κλπ. Κι όμως, οι περιπτώσεις ατόμων που είτε ψήφισαν Χ.Α., είτε είχαν δίλημμα μεταξύ αυτής ή ψήφου στην Αριστερά, δεν ήταν λίγες, καθώς δήλωναν άγνοια για το τι στο διάολο σημαίνει ακροδεξιό-εθνικιστικό κόμμα εν έτει 2012!
Με αυτόν τον τρόπο, διαδικτυακά σχόλια φιλικά προς πρακτικές της Χ.Α. έγιναν ψήφος διαμαρτυρίας, θετικές γνώμες έφτασαν να αποδίδουν σεβασμό σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε συμμορίες του υποκόσμου και εξυπνακίστικες ατάκες εντυπωνόντουσαν στο κοινωνικό πεδίο ως δείγματα ντομπροσύνης. Όχι πως θα έλειπαν φιάσκα ή τραγικά λάθη από την πλευρά της οργάνωσης Χ.Α., αλλά αυτά είτε θα αποσιωπούνταν στη δημόσια σφαίρα, είτε θα επικαλύπτονταν από το πνεύμα μιας συγχυσμένης δημοκρατίας που επιτρέπει ακόμη και στους μαχαιροβγάλτες το δικαίωμα να εκφράζονται (συνήθως με λοστούς και σιδερογροθιές). Εξάλλου, ο μύλος του Διαδικτύου όλα τα αλέθει με το χρήστη να διαλέγει τι να πιστέψει και τι να αφήσει να περάσει στη λήθη. Copy-paste, Like, tweet, είναι πρακτικές μιας στρατηγικής η οποία κερδίζοντας έδαφος δεν ψάχνει σε πρώτο βαθμό μάχιμους πολεμιστές αλλά συμπαθούντες, ώστε οποιαδήποτε θεαματική κίνηση να αποτυπώνεται θετικά ή τουλάχιστον όχι αρνητικά, δημιουργώντας ένα ευρύ κοινό για την αποδοχή της. Στην επιλογή «Μου αρέσει» του facebook π.χ. το πεδίο κριτικής είναι περιορισμένο,εμφανίζοντας την απολυτότητα στις απόψεις ως κάτι που έχει θετικό πρόσημο, ασχέτως του τι πρεσβεύει.
Απέναντι σε όλα αυτά το κατέβασμα της σελίδας wordpress της οργάνωσης ήρθε ομολογουμένως κάπως αργοπορημένα. Εικάζουμε ότι μετά τις εκλογές ενημερώθηκαν για το τι ακριβώς πρεσβεύει η Χ.Α. ή ακόμη η χακερίστικη επίθεση των Anonymous στην κεντρική ιστοσελίδα της παράταξης να λειτούργησε κάπως επικουρικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο εγκαταλείπεται ως ένα άλλο πεδίο προπαγάνδας, καθώς αξίζει να αναφερθεί ότι μια σελίδα στο fb που ηρωοποιεί το χαστούκι του Κασιδιάρη απέκτησε σε μία μέρα πάνω από 4.500 φίλους! Πάντως η στάμπα της Χ.Α. έχει εισχωρήσει τόσο στην πολιτική και κοινωνική ζωή –μια ματιά στα δελτία ή στα παράθυρα των ειδήσεων αρκεί για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος– ώστε το Διαδίκτυο να επικαλύπτεται από τον χωροχρόνο που παρέχει η παντοδύναμη τηλεόραση στους ασπόνδυλους εκπροσώπους της X.A..
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει και αυτή του πρωτοφανούς αβανταρίσματος της παράταξης από κάθε μορφή εξουσίας την περίοδο μάλιστα που η δικαιοσύνη εμφανίζεται αμείλικτη απέναντι σε φτωχοδιάβολους, απεργούς, αγωνιστές κ.α. Η συνεχής αναβολή εκδικάσεων υποθέσεων που βαραίνουν μεγαλοστελέχη της Χ.Α. ή η μη απόδοση κατηγοριών σε συμμορίες που επιτίθενται βίαια σε μετανάστες, καθώς και πολλά άλλα γεγονότα ανοίγουν το τεράστιο θέμα της κάλυψης της οργάνωσης από ισχυρά κέντρα εξουσίας. Οι τακτικές για τις οποίες κάναμε λόγο, παρ’ όλη τη σκανδαλώδη εκπόρευσή τους από τα πάνω, δείχνουν να κερδίζουν έδαφος γύρω μας. Σε αυτό το πεδίο λοιπόν πρέπει να απαντηθεί οτιδήποτε ντύνεται τον μανδύα του επαναστατικού κουβαλώντας ό,τι πιο γερασμένο, εμετικό και σάπιο έχει γεννηθεί στην ανθρώπινη πολιτική ιστορία.
«Συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί : αυτή είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε.»
Primo Levi
ΠΗΓΗ: Against the silence
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου