Με την συντριπτική επικράτηση των αντι-μνημονιακών κομμάτων αλλά και προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας ολοκληρώθηκαν οι χτεσινές εκλογές στην Ελλάδα. Με βάση τα τελικά αποτελέσματα, το 18,35 % του συνόλου του εκλογικού σώματος ψήφισε τη Ν.Δ., το 16,63 % τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 επταπλασίασε τα ποσοστά του), το 7,60 % το ΠΑ.ΣΟ.Κ (πρόκειται για την χειρότερη επίδοση της «κεντρο-αριστερής» παράταξης από την ημέρα της ίδρυσή της), το 4,65 % τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το 4,28 % τη νεο-φασιστική Χρυσή Αυγή – που, κατά κάποιον τρόπο, αντικαθιστά την ακροδεξιά παράταξη του Γ. Καρατζαφέρη, ΛΑ.Ο.Σ, η οποία υπέστη βαριά ήττα (ποσοστό: 1,58 %) και δεν κατόρθωσε να μπει στην Βουλή λόγω του ότι απαιτούμενου ελάχιστου ορίου του 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Περαιτέρω, το 3,87 % (του συνόλου του εκλογικού σώματος πάντα) προτίμησε την ΔΗΜ.ΑΡ., το 2,78 % το Κ.Κ.Ε. (σε ιστορικό χαμηλό) και το 3,70 % μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν ν’ αγγίξουν το όριο του 3% επί των εγκύρων. Το 0,36 % των ψήφων θεωρήθηκαν άκυρες, το 0,25 % ψήφισε λευκό, ενώ η αποχή ανέρχεται στο 37,53 %. (Τα επίσημα τελικά αποτελέσματα – ψήφοι, ποσοστά επί των εγκύρων και έδρες που διαμορφώθηκαν βάσει ενός ληστρικού εκλογικού νόμου – μπορεί να τα δει κανείς στον παραπάνω πίνακα). Το δε ποσοστό της αποχής, αυξήθηκε κατά 2,43 % του εκλογικού σώματος μέσα σε μόλις 40 ημέρες, αν και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: εκλογική απεργία, διάχυτη – μη πολιτικοποιημένη δυσαρέσκεια, αδιαφορία, αδυναμία μετακίνησης ετεροδημοτών λόγω οικονομικής δυσπραγίας κλπ.
Από χθες το βράδυ έχουμε βομβαρδιστεί από πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις εκ μέρους πολιτικών, δημοσιογράφων και δημοσκόπων – αναλύσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από πολιτικάντηκες και διαστρεβλωτικές έως απλώς ανόητες. Συνεπώς, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και τα πολιτικά μηνύματα που αναδεικνύονται από αυτό, άμεσα ή έμμεσα, από μια άλλη οπτική γωνία. Κι αυτό γιατί στις περισσότερες αναλύσεις, τόσο τις τηλεοπτικές όσο και αυτές που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα καθεστωτικά Μέσα Επικοινωνίας (τύπος και ραδιόφωνο), προσπάθησαν να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια «νίκη του Ευρώ», πως «ο λαός διάλεξε παραμονή στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη», «ο λαός επέλεξε τα Μνημόνια και επιθυμεί απλώς μια επαναδιαπραγμάτευση προκειμένου οι πολιτικές λιτότητας να είναι ηπιότερες», «ο λαός διάλεξε Κυβέρνηση Συνεργασίας»• αλλά ειπώθηκαν και άλλα, ακόμα χειρότερα και προκλητικά, όπως ότι «όποιος λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης κάνει λόγο για αποδοκιμασία των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων» (και της αυταρχικής επιβολής της σε μια κοινωνία που ασφυκτιά και ψυχορραγεί, συμπληρώνουμε εμείς – κάτι που φυσικά αποσιωπήθηκε από τους, κατά τα λοιπά, αμερόληπτους και ψύχραιμους τηλεμαϊντανούς κάθε είδους) «δεν σέβεται την νωπή λαϊκή ετυμηγορία»!!!
Σίγουρα οι τεχνοκράτες, οι ευρωκράτες και όλες οι συντηρητικές δυνάμεις των Βρυξελών και των ξεπουλημένων μέσων ενημέρωσης όπως η Γερμανική Bild, το Focus, το Spiegel και η Financial Times, το Βρετανικό Chanel 4 και όλοι οι σαλτιμπάγκοι Νεοφιλελεύθεροι στρουθοκαμηλιστές θα μπορούν να καυχιούνται ότι η ωμή επέμβασή τους στα εσωτερικά θέματα της χώρας έπιασε τόπο, πως η προπαγάνδα του τρόμου λειτούργησε και ο «απείθαρχος αυτός λαός» (αγαπημένη φράση των ευρωσυντηρητικών) «κατάφερε να καταστεί πειθήνιος στις εντολές των μεγαλοκαρχαριών». Μια λίγο πιο προσεκτική, όμως, ανάλυση βασισμένη στην αναγωγή των εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο του εκλογικού σώματος, μάς οδηγεί σε πολιτικά συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά από τα προαναφερόμενα, στα οποία κατέληξαν χθες το βράδυ τα στελέχη κυρίως της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της ΔΗΜ.ΑΡ., αλλά και των φίλα προσκείμενων στα κόμματα αυτά δημοσιογράφων και δημοσκόπων. Έτσι, παρά τους βλακώδεις πανηγυρισμούς της μεγάλης κεντρο-ακρο-δεξιάς (πλέον) παράταξης, των Γερμανικών πολιτικών ελίτ και των απανταχού Νεοφιλελεύθερων παπαγάλων που με αίσθημα ανακούφισης καλωσόρισαν τα εκλογικά αποτελέσματα, καλό θα ήταν να γνωρίζουν πως η ΝΔ (με εξαίρεση τις εντελώς ιδιόρρυθμες εκλογές του Μαΐου 2012), κατάφερε να πάρει τα χαμηλότερα ποσοστά στην κοινοβουλευτική της διαδρομή. Το αναμφισβήτητο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι η κοινωνία δεν αντέχει και δεν θέλει πια να πειθαρχήσει στις Νεοφιλελεύθερες (μονεταριστικής εμμονής) πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ε.Κ.Τ. και το ΔΝΤ. Είναι ξεκάθαρο πως οι πολιτικές αυτές αποδοκιμάστηκαν πλήρως: αρκεί να αθροιστούν τα ποσοστά των αντι-μνημονιακών δυνάμεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Κ.Ε, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜ.ΑΡ. και Χ.Α. (συνολικό ποσοστό με βάση τα επίσημα αποτελέσματα: 52,08%) ενώ τα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΠΑ.ΣΟ.Κ) αγγίζουν μόλις το 41,94 (πάντα επί των εγκύρων). Βέβαια το κατά πόσο η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι τελικά ένα κόμμα που πραγματικά αντιτίθεται στα Μνημόνια και τις επακόλουθες πολιτικές ακραίας λιτότητας, θα κριθεί και από τη στάση της τις επόμενες ώρες, ενώ, όσον αφορά τη νεοναζιστική Χ.Α., είναι χιλιοειπωμένο πως η «αντιμνημονιακή» της κατεύθυνση δεν την καθιστά ουσιαστικά αντισυστημικό κόμμα, αλλά πρόκειται για το κακοφορμισμένο μέλος του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού μας σώματος.
Το «αριστερό» χέρι της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., φαίνεται πως κόπηκε οριστικά, με ελάχιστες ελπίδες πολιτικής επανάκαμψης, ενώ και το άλλο, το δεξιό, αυτό του μαύρου μετώπου που επιχειρήθηκε να χτιστεί με βάση τη Ν.Δ. είναι ολοφάνερα αποδυναμωμένο. Κι αυτό γιατί παρά την τεράστια συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων – γεγονός που προκύπτει από τις προσχωρήσεις του τελευταίου μήνα, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 2-3% από το συνολικό ποσοστό της Ν.Δ. οφείλεται στην συνεργασία της Δημοκρατικής Συμμαχίας της Ντόρας Μπακογιάννη, που στις εκλογές της 6ης Μαΐου άγγιξε το 2,56 % αλλά και στις διαρροές βουλευτών από το ΛΑ.Ο.Σ. το οποίο από το 2,90 % (της αναμέτρησης του προηγούμενου μήνα) έπεσε στο 1,58% (πράγμα που σημαίνει πως ένα επιπλέον ποσοστό γύρω στο 1% μετακινήθηκε επίσης προς την ΝΔ). Μάλιστα, η Νεοφιλελεύθερη συμμαχία της «Δημιουργίας Ξανά!» της «Δράσης» και της «Φιλελευθέρης Συμμαχίας» που αρχικά φαινόταν πως είχε μια δυναμική, εξαφανίστηκε προς όφελος της Ν.Δ. Η δε τελευταία εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης, που βάσιμα εικάζουμε αυτές τις ώρες πως είναι η Δημοκρατική Αριστερά – η οποία είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με την Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (όπως προκύπτει από τις πρώτες δηλώσεις του αρχηγού της, Φώτη Κουβέλη) – θα «καεί» πολιτικά αν στηρίξει μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τα σκληρότατα – και εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστα – μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί εγγράφως οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ακόμη, όμως, και αν η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν λάβει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού με Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πιθανότητες να επιβιώσει πολιτικά είναι λίγες, καθώς μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της μελλοντικά θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεδομένου ότι: α) όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι πολιτικές του «κέντρου» και της «μετριοπάθειας» αποδυναμώνονται ενώ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ριζοσπαστικοποιείται και, β) ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μια ισχυρή φωνή μέσα στην Ελληνική κοινωνία καθώς έχει κινηματική βάση, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί σε κάποιο βαθμό να θέσει κάποια πρώτα θεμέλια για μια κοινωνική ανατροπή, σε σύγκριση με τη ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που αποτελούν τηλεοπτικές εικόνες και έχουν από μηδενική έως αμελητέα κινηματική ισχύ.
Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τοποθέτησή μας ως προς την κινηματική δυναμική που φαίνεται πως διαμορφώνεται στην κοινωνία, έστω και κάπως στρεβλά, αξίζει να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά και στα υπόλοιπα κόμματα.
Οι νεοναζί της Χ.Α. φαίνεται πως όσο κρατά η οικονομική, πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, καταφέρνουν να έχουν μια διόλου αμελητέα απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Και, ναι μεν, δεν είναι όλοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. νεοναζί, είναι όμως ολοφάνερα θύματα (ή θύτες ;…) μιας βαθιάς αποπολιτικοποίησης, μιας αφασικής τάσης της κοινωνίας που εν μέρει εκφασίζεται, αδυνατώντας να ερμηνεύσει ορθολογικά τα πολιτικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι Νεοφιλελεύθερες επιλογές. Πως έφτασε, λοιπόν, η Χ.Α στο 6,9 %; Κατά την τελευταία τριετία (από το 2009 μέχρι και σήμερα) κατάφερε να «καταλάβει» σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, πλατείες, δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα, να στρατολογήσει κατοίκους που δυσανασχετούν από την παρουσία μεταναστών, μετατρέποντάς τους σε μέλη ή ενεργούς υποστηρικτές και να δημιουργήσει, έτσι, κινηματική βάση που με μαζικά πογκρόμ και επιθέσεις σε μετανάστες εξασφάλιζε τάχα την «τάξη» και την «ασφάλεια» (θυμίζοντας την αντίστοιχη τακτική της Χαμάς). Αντίθετα, το ΛΑ.Ο.Σ. ουδέποτε κατάφερε ν’ αποκτήσει κινηματική δράση, καθώς περιοριζόταν σ’ έναν μετριοπαθέστερο λαϊκιστικό εθνικιστικό λόγο, με μοναδική του παρουσία στα πάνελ των δελτίων ειδήσεων και σε διάφορες κίτρινες τηλεοπτικές εκπομπές, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σ’ ένα χείριστης ποιότητας τηλεκόμμα που προσπαθούσε από τη μια να επενδύσει στην ξενοφοβία και από την άλλη να τα έχει καλά με όλους (και με τα μνημόνια και τις αγορές, αλλά και με τον λαϊκοπατριωτισμό). Έτσι, ηττήθηκε οριστικά, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί πλήρως από την πολιτική σκηνή και να μετατραπεί σ’ ένα ασήμαντο κόμμα του περιθωρίου παραχωρώντας την θέση του στην Χ.Α.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αυτός ο δεξιός συνωμοσιολογικός αχταρμάς, αν και συμπιέστηκε, πριμοδοτώντας τη Ν.Δ. (τέσσερεις βουλευτές του μετακινήθηκαν στην ΝΔ), διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό των δυνάμεών του, απευθυνόμενο σε μια μερίδα του πληθυσμού που ξυπνά και κοιμάται με το φόβο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των Ιλλουμινάτι και που πιστεύει πως πίσω από τα φαινόμενα βρίσκεται μια μυστική (ανθελληνική) συνωμοσία ή πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα…. Απομένει να δούμε αν οι ΑΝ.ΕΛ θα διατηρήσουν τις δυνάμεις τους στο μέλλον ή κατά πόσο η «αντιμνημονιακή» τους κατεύθυνση θα αποδειχθεί ένας ευκαιριακός δεξιός εθνικιστικός φόβος/θυμός της στιγμής.
Η ελεύθερη πτώση του Κ.Κ.Ε. δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, αφού: α) έχει μια ανεξήγητη, στα όρια της μεταφυσικής, εμμονή σε σταλινικά μοντέλα (που πλέον για κανέναν δεν αποτελούν λύση στα προβλήματά μας, μιας και πρόκειται για καθεστώτα φρίκης και στυγνής καταπίεσης που η ιστορία τα ξέβρασε και τα κατέταξε στις μαύρες της σελίδες) και, β) παρά την αρκετά ισχυρή του κινηματική βάση (δυναμικά συνδικάτα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα) ο δρόμος της απομόνωσης που διάλεξε (ξεχωριστές πορείες και άρνηση συνεργασίας με άλλες αντι-καπιταλιστικές δυνάμεις σε συνδυασμό και με τον αφορισμό του κινήματος των αγανακτισμένων όπου οι δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχαν έντονη παρουσία) το οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Η διασπαστική και βαθέως αντικινηματική πολιτική του έστρεψαν σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους του σε άλλες επιλογές (κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία μετακινήθηκαν προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, έκανε λόγο, έστω και μπλοφάροντας εν μέρει, για «Κυβέρνηση της Αριστεράς»). Το Κ.Κ.Ε. μπορεί ν’ αυτοαποκαλείται «Κομμουνιστικό» αλλά σίγουρα δεν είναι καν προοδευτικό, μιας και η ιδεολογική του πλατφόρμα είναι καθαρά συντηρητική, όπως προκύπτει και από τις επίσημες θέσεις του σε σειρά κοινωνικών (μη οικονομικών ή στενά πολιτικών) ζητημάτων.
Άλλα κόμματα που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή (για τον εαυτό τους και για τους ψηφοφόρους) μια επίφαση «προοδευτικής κατεύθυνσης» ή επαναστατικότητας, αποφεύγοντας να συνεργαστούν με συγγενικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, καταποντίστηκαν, πληρώνοντας τις επιλογές τους αυτές (Οικολόγοι-Πράσινοι, ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., Δεν Πληρώνω, Πειρατές).
Το εκλογικό σώμα, όσο και η βάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούνται από άτομα προοδευτικών αντιλήψεων στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σε αντίθεση με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις (συμπεριλαμβανόμενου και του Κ.Κ.Ε.) αποτελούν μια, σε κάποιο βαθμό, πιο ευέλικτη και ευμετάβλητη δύναμη καθώς απαρτίζονται από συνιστώσες τόσο ρεφορμιστών και σοσιαλδημοκρατών μέχρι και light τροτσκιστών, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου που τον στηρίζει εκλογικά. Το γεγονός αυτό καθιστά ένα μέρος της πολιτικής του βάσης μια μετασχηματίσιμη δύναμη – κάτι που οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε: Ο ρόλος του κοινωνικού κινήματος που διαμορφώνεται, έστω δειλά δειλά, από τα κάτω εδώ και λίγα χρόνια, πρέπει αφ’ ενός να συμβάλει στην ριζοσπαστικοποίηση και της υπόλοιπης κοινωνίας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και αφ’ ετέρου, να ανεξαρτητοποιηθεί από την ιδέα πως μόνο μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας (που υποτίθεται αντιπροσωπεύει ένα κίνημα) θα μπορούσε να οδηγήσει στην κοινωνική χειραφέτηση. Η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της κεντρικής ηγεσίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πάνω στο κίνημα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να μετατραπεί σε μοχλό δημιουργίας μιας επαναστατικής δύναμης, καθώς ο εγκλωβισμός του στις κοινοβουλευτικές αξίες δεν αποτελεί μια δύναμη ικανή να τον αναβαπτίσει από κόμμα με αστικοδημοκρατικές αρχές και τάσεις, σε πραγματικά επαναστατικό κίνημα. Έτσι, όλες οι ελευθεριακές δυνάμεις της κοινωνίας πρέπει να πάρουν το παιχνίδι στα χέρια τους και όχι να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε ένα κόμμα που όσο περισσότερο γίνεται «κόμμα εξουσίας» τόσο περισσότερο θα κινδυνεύει να γραφειοκρατικοποιείται και να υπαναχωρεί από τις πιο καινοτόμες και ριζοσπαστικές του τάσεις.
Ίσως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να στάθηκε, κατά κάποιο τρόπο, τυχερός, αφού δεν θα κληθεί να πληρώσει άμεσα τις εγκληματικές πολιτικές άλλων οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή τραγική κατάσταση ολόκληρη την κοινωνία. Οι πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες (διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες) αλλά και από τον ίδιο τον ξέπνοο λαό που έχει φτάσει στα όριά του, θα ήταν ασφυκτικές. Τόσο ασφυκτικές που ακόμα και μια σχετική αποτυχία του θα ήταν ικανή να στρέψει πάλι την κοινωνία προς μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη, συντηρητικοποίηση. Τώρα έχει την ευκαιρία να αντιπολιτευτεί μια Κυβέρνηση που θα ξεπεράσει κάθε όριο αντιλαϊκής πολιτικής και αντικοινωνικής διακυβέρνησης.
Ένα παλιό ρητό λέει πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Έτσι, με βάση το σκεπτικό αυτό, ένας λαός ανεύθυνος και κακοήθης που κυβερνάται από κλέφτες και απατεώνες σύντομα και δίκαια θα υποφέρει από αυτούς και την αλαζονική τους εξουσία. Οι υπεύθυνοι, όμως, και ώριμοι λαοί έχουν αντίστοιχα και χαρισματικούς, σοφούς και δίκαιους ηγέτες. Εμείς όμως λέμε πως οι υπεύθυνοι λαοί, (αν φυσικά μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την τόσο απλουστευτική και μακιαβελική θεώρηση πως υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί), δεν έχουν ηγέτες και αφεντάδες. Είναι οι ίδιοι αφέντες του εαυτού τους, είναι οι ίδιοι ικανοί να αυτο-κυβερνώνται. Έτσι, αν θέλουμε να μιλάμε για μια πραγματική γέννηση ενός κοινωνικού μετώπου από τα κάτω, πραγματικά δημοκρατικού, με οριζόντιες δομές και ελευθεριακά προτάγματα, ικανό να θέσει βάσεις για μια κοινωνία ισότητας, ισοπολιτείας και ελευθερίας, οφείλουμε να μην αφεθούμε στιγμή στα χέρια ενός κόμματος έτσι απλά, όσο κι αν αυτό, συγκρινόμενο με τα λοιπά κοινοβουλευτικά τερατουργήματα, μοιάζει ελπιδοφόρο. Αν η κοινωνία σήμερα, άρχισε να επιθυμεί και να διεκδικεί έστω κάτι καλύτερο, σκοπός μας πρέπει να είναι να διεκδικήσει δυναμικά τα πάντα. Εμείς θα δημιουργήσουμε το μέλλον μας. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.
Συγγραφή: Julien Febvre, Ian Delta
ΠΗΓΗ: Eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου