Ένα ευφυές σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας, μας λέει πως «Δεν ζούμε στην εποχή της χούντας, ζούμε τη χούντα της εποχής μας». Δεν προλάβαμε να ζήσουμε χούντες άλλων εποχών, κι ούτε θα το θέλαμε είναι η αλήθεια. Δυστυχώς, ή ευτυχώς, όμως μας έτυχε να ζήσουμε την εποχή του τίποτα, την εποχή όπου καμία ανθρώπινη αξία δεν δείχνει να προτάσσεται, αν δεν υπάρχει ως κίνητρο το προσωπικό κέρδος. Την εποχή που η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα είναι μια κουτσομπολίστικη φυλλάδα που ασχολείται με την ανούσια καθημερινότητα ανούσιων διασημοτήτων, την εποχή που διάφορα σεξουαλικά είδωλα/αντικείμενα πλασάρουν ηλιθιότητα επί χρήμασι ποζάροντας την α-σεξουαλικότητά τους σαν σφαχτάρια, όπου όλοι έχουμε μετατραπεί σε μια μάζα καταναλωτών θεάματος και σκουπιδοπροϊόντων, όπου οι κοινωνικές μας σχέσεις έχουν πάψει πια να είναι σχέσεις επικοινωνίας, αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης, αλλά ανταγωνισμού και επιδειξιομανίας (ποιός θα κατορθώσει να δειχτεί στον διπλανό του λόγω του ότι είχε την ευκαιρία ν’ αγοράσει την τελευταίας τεχνολογίας άχρηστη γκατζετο-μηχανή)! Μας κυβερνά ο πολιτισμός της απόλυτης ματαιοδοξίας. Εξαρτόμαστε αποκλειστικά και μόνο από την αγοραστική μας δυνατότητα, πάντα στα πλαίσια του υπερκαταναλωτισμού. Ο κομφορμισμός και η απο-πολιτικοποίηση έχουν καταρρακώσει κάθε έννοια κοινωνικής δημιουργίας, στο βαθμό που δεν διστάζουμε να στιγματίσουμε οποιονδήποτε αρνείται να προσφέρει στο μέγιστο τον χρόνο και τον κόπο του για την παραγωγή, και στο ελάχιστο για οτιδήποτε άλλο πραγματικά πραγματικά ωφέλιμο (όπως η δημιουργία δημόσιας σφαίρας, η απουσία της οποίας χαρακτηρίζει, αν μη τι άλλο, την εποχή μας).
Ακόμα και η έννοια της εργασίας έχει, και αυτή με τη σειρά της, εκπορνευτεί από τους βρικόλακες του παραγωγισμού, (αν και το πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε πως ποτέ η Δυτική κοινωνία δεν είχε ταυτίσει την εργασία με την δημιουργικότητα. Άλλωστε, παραγωγική ανάπτυξη και δημιουργικότητα είναι δυο έννοιες ασυμβίβαστες και μεταξύ τους αντιφατικές). Κι εμείς καμαρώνουμε φτηνούς πολιτικάντηδες που κοροϊδεύουν ολόκληρους λαούς, ξεδιάντροπα, έχοντας χάσει κάθε ίχνος ακόμα και του παραδοσιακού φτηνού θεατρινισμού τους, φτάνοντας στον απόλυτο κυνισμό του μαφιόζικου εκβιασμού. Έκατσε η ριμάδα η ζαριά του σπέρματος να μας φέρει σ’ έναν κόσμο που θεωρεί την εξέγερση προβοκάτσια και τις νέες ιδέες και προτάγματα ανόητη ουτοπία, τεμπελιά ή παλαιομοδίτικη γραφικότητα! Ζούμε, λοιπόν, τη χούντα της εποχής μας. Τη χούντα του θεάματος, τη δικτατορία της έλλειψης νοήματος και των ασήμαντων καταστάσεων/πραγμάτων. Ο ολοκληρωτισμός της απάθειας και του κυνισμού ορθώνεται μπροστά μας. Και, κάθε τέχνη ή ομιλία διακατέχεται από έναν αδυσώπητο λαϊκισμό, αντανακλά την πολιτισμική αυτήν φθήνια της κουλτούρας του κιτς, επισημαίνοντας την ψευδαίσθηση ότι δήθεν είμαστε ελεύθεροι, ή τη βαθιά κοινωνική κρίση, η οποία γεννά οργή και αγανάκτηση, μια αγανάκτηση, όμως, που δεν στοχεύει πουθενά, (όπως στην αλλαγή των θεσμών και των αξιών). Η τηλεόραση είναι το νέο Άουσβιτς, το νέο Νταχάου, που μας καίει τις ψυχές και τα μυαλά.
Ακούμε διάφορους εμπόρους φτηνιάρικων βιβλίων απ’ το κουτί, να περηφανεύονται για έναν λαό απ’ τον οποίο, λένε, καταγόμαστε. Από ένα λαό που γέννησε, λένε πάλι, τη δημοκρατία και γι΄ αυτό πρέπει να ‘μαστε περήφανοι. Και την ίδια στιγμή ακούμε τους ίδιους και το εμετικό σινάφι τους, να παραληρούν εντός της Βουλής – του δήθεν συμβόλου της δημοκρατίας – καλώντας σε δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για πρόσφυγες, υπερασπιζόμενοι την αφαίρεση ζωής, σε περίπτωση που κάποιος προσπαθήσει ν’ αφαιρέσει κοσμήματα, απορρυπαντικά ή τρόφιμα. Η ιδιοκτησία τίθεται και επίσημα πάνω από τη ζωή. Η «ασφάλεια» σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα
μπορεί να επιβιώσει την επόμενη ημέρα, πάνω από την Ισότητα και την Ελευθερία. Εξισώνουν τους ανθρώπους, που έλαχε να γεννηθούν στη φτώχεια, με σκουπίδια, επαναφέροντας στην επικαιρότητα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν διάφοροι δικτατορίσκοι (δεξιοί και αριστεροί) ανά την ιστορία που πουλούσαν «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» πάνω σε βουνά πτωμάτων. Κανένας λόγος, φυσικά, για τις αξίες που η ίδια η κοινωνία ακολούθησε εδώ και τόσα χρόνια. Μονάχα σκληρή υπεράσπιση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος στην πράξη. Κι εμείς, ανίκανοι να θέσουμε σε αμφισβήτηση τον σάπιο αυτόν πολιτισμό, αναπολούμε το λαμπρό παρελθόν της Ελλάδας του 2004, των Ολυμπιακών αγώνων, τότε που όλοι μπορούσαμε να ζούμε πλουσιοπάροχα στον καταναλωτικό μας παράδεισο, χλευάζοντας τους «κακούς ξένους» και αδυνατώντας να έρθουμε πραγματικά σ’ επαφή με την εν γένει πραγματικότητα και να την μετασχηματίσουμε, είτε αρκούμαστε στο να μιλάμε για «τα παλιά χαμένα μεγαλεία», τη «σημαντικότητα ενός πολιτισμού» που, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε καμία σχέση μ’ αυτόν.
Αυτή η προγονοπληξία δεν μπορεί φυσικά να κατανοηθεί διαφορετικά από το κοινωνικο-ιστορικό πεδίο του σύγχρονου νεοελληνικού μορφώματος/κράτους, που από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του φλέρταρε με «Μεγάλες Ιδέες» και διάφορα εθνικιστικά ντελίρια. Είναι, βέβαια, αυτό ακριβώς αυτό που κάποτε είχε πει ο Βολτέρος. Ότι «όταν έχεις δυνατότητες να πετύχεις κάτι δεν έχεις ανάγκη από προγόνους». Κι εμείς έχουμε ανάγκη από τα νεκρά είδωλα του παρελθόντος προκειμένου ν’ αναστυλώσουμε την πληγωμένη μας εθνική υπερηφάνεια. Καμία διάθεση για κοινωνική μεταστροφή όμως, κανένα νέο πρόταγμα! Όλα αυτά φαντάζουν σαν μια μεγάλη ομίχλη στο μυαλό του απολύτου κιτς που κυριεύει τις συζητήσεις μας, είτε, στον αντίποδα, αρκούμαστε με τα λαϊκιστικά παραληρήματα του Πάγκαλου και του Πρετεντέρη, φτάνοντας στο σημείο να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ αυτοκριτικής και αυτο-μαστιγώματος.
Καμία απάντηση, λοιπόν, από την ελληνική κοινωνία για όλα αυτά. Η ίδια μόνο τρομαγμένη κοιτά στο παρελθόν, κι αναρωτιέται σε πόσα χρόνια θα τελειώσει αυτός ο βιασμός και θα επιστρέψουμε πάλι στις προμνημονιακές «δόξες» (αγνοώντας ή μή θέλοντας να κατανοήσει ότι επιστροφή πια δεν υπάρχει). Σε πόσα χρόνια θα καταφέρει ο βιαστής να εκτονώσει την απληστία του; Όπως κι οι Γερμανοί του Βερολίνου, όντας κι αυτοί σε άσχημους καιρούς, οδηγήθηκαν από έναν χαρισματικό ψεύτη στην αποκτήνωση, έτσι κι εμείς αρχίζουμε ν’ αφαιρούμε τους καθρέφτες απ΄ το χωλ, για να μην αντικρίζουμε το κτήνος που θεριεύει μέσα μας. Η πραγματική μας εξαθλίωση δεν θα είναι μόνο η πείνα, ούτε η ανεργία. Η εξαθλίωση αρχίζει, επίσης, όταν ο Καρατζαφέρης σταματάει να τρομάζει, όταν το αβέβαιο αύριο ταυτίζεται με το ασήμαντο σήμερα, όταν όλα καταρρέουν και το μόνο που απομένει είναι ο μηδενισμός της εποχής μας.
Αντί να οργανωνόμαστε σαν κοινωνία με στόχο την πραγματική δημοκρατία, με στόχο την αυτοοργάνωση και την ατομική και συλλογική αυτονομία, περιφερόμαστε σαν βάρβαροι που ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους. Αντί να προχωρήσουμε σε μια ενεργητική και πολιτική απεργία διαρκείας (να εκμεταλλευτούμε δηλαδή τα μέσα παραγωγής προς όφελος μας), παρασυρόμαστε είτε στην υποκρισία της «φιλανθρωπίας», είτε στην ανωμαλία της ξενοφοβίας, της προγονοπληξίας είτε και του χρεοκοπημένου αριστερισμού.
Ήρθε ο καιρός να καταλάβουμε ότι καμία αλλαγή δεν είναι ούτε ουτοπική ούτε ειδυλλιακή. Είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές μας και για την ίδια μας την ιστορία, όπως θα έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Η καλύτερη ποιότητα ζωής που απολαμβάνουμε σήμερα, σε σύγκριση με 400 χρόνια πριν είναι μια απόδειξη πως η κοινωνία μπορεί ν’ αλλάξει, αν φυσικά εμείς το απαιτήσουμε. Δεν είναι οι συγκυρίες ή κάποιος μεταφυσικός εξελικτισμός που κινεί τα νήματα, αλλά εμείς οι ίδιοι. Ήταν τα φιλοσοφικά και κοινωνικά κινήματα που κατάφεραν ν’ αλλάξουν τον κόσμο ως ένα βαθμό (Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση, εργατικό κίνημα). Ο περιορισμός της εξουσίας των φεουδαρχών, το τέλος σκοταδιστικού θεοκρατικού συστήματος της Χριστιανικής εκκλησίας, η κατάργηση της δουλείας και της παιδικής εργασίας, όλα αυτά καλλιέργησαν το κλίμα για την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Μπορούμε συνεπώς εμείς οι ίδιοι να κατευθύνουμε τους εαυτούς μας σε ένα πολίτευμα δικαιότερο από αυτό που σήμερα βιώνουμε, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στο πρόταγμα της αυτονομίας.
Κι αν μας πουν «δεν μπορώ να περπατήσω τη νύχτα», θα τους πούμε «ας αλλάξουμε τις μέρες και τις νύχτες μας, όλοι μαζί».
Ακόμα και η έννοια της εργασίας έχει, και αυτή με τη σειρά της, εκπορνευτεί από τους βρικόλακες του παραγωγισμού, (αν και το πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε πως ποτέ η Δυτική κοινωνία δεν είχε ταυτίσει την εργασία με την δημιουργικότητα. Άλλωστε, παραγωγική ανάπτυξη και δημιουργικότητα είναι δυο έννοιες ασυμβίβαστες και μεταξύ τους αντιφατικές). Κι εμείς καμαρώνουμε φτηνούς πολιτικάντηδες που κοροϊδεύουν ολόκληρους λαούς, ξεδιάντροπα, έχοντας χάσει κάθε ίχνος ακόμα και του παραδοσιακού φτηνού θεατρινισμού τους, φτάνοντας στον απόλυτο κυνισμό του μαφιόζικου εκβιασμού. Έκατσε η ριμάδα η ζαριά του σπέρματος να μας φέρει σ’ έναν κόσμο που θεωρεί την εξέγερση προβοκάτσια και τις νέες ιδέες και προτάγματα ανόητη ουτοπία, τεμπελιά ή παλαιομοδίτικη γραφικότητα! Ζούμε, λοιπόν, τη χούντα της εποχής μας. Τη χούντα του θεάματος, τη δικτατορία της έλλειψης νοήματος και των ασήμαντων καταστάσεων/πραγμάτων. Ο ολοκληρωτισμός της απάθειας και του κυνισμού ορθώνεται μπροστά μας. Και, κάθε τέχνη ή ομιλία διακατέχεται από έναν αδυσώπητο λαϊκισμό, αντανακλά την πολιτισμική αυτήν φθήνια της κουλτούρας του κιτς, επισημαίνοντας την ψευδαίσθηση ότι δήθεν είμαστε ελεύθεροι, ή τη βαθιά κοινωνική κρίση, η οποία γεννά οργή και αγανάκτηση, μια αγανάκτηση, όμως, που δεν στοχεύει πουθενά, (όπως στην αλλαγή των θεσμών και των αξιών). Η τηλεόραση είναι το νέο Άουσβιτς, το νέο Νταχάου, που μας καίει τις ψυχές και τα μυαλά.
Ακούμε διάφορους εμπόρους φτηνιάρικων βιβλίων απ’ το κουτί, να περηφανεύονται για έναν λαό απ’ τον οποίο, λένε, καταγόμαστε. Από ένα λαό που γέννησε, λένε πάλι, τη δημοκρατία και γι΄ αυτό πρέπει να ‘μαστε περήφανοι. Και την ίδια στιγμή ακούμε τους ίδιους και το εμετικό σινάφι τους, να παραληρούν εντός της Βουλής – του δήθεν συμβόλου της δημοκρατίας – καλώντας σε δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για πρόσφυγες, υπερασπιζόμενοι την αφαίρεση ζωής, σε περίπτωση που κάποιος προσπαθήσει ν’ αφαιρέσει κοσμήματα, απορρυπαντικά ή τρόφιμα. Η ιδιοκτησία τίθεται και επίσημα πάνω από τη ζωή. Η «ασφάλεια» σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα
μπορεί να επιβιώσει την επόμενη ημέρα, πάνω από την Ισότητα και την Ελευθερία. Εξισώνουν τους ανθρώπους, που έλαχε να γεννηθούν στη φτώχεια, με σκουπίδια, επαναφέροντας στην επικαιρότητα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν διάφοροι δικτατορίσκοι (δεξιοί και αριστεροί) ανά την ιστορία που πουλούσαν «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» πάνω σε βουνά πτωμάτων. Κανένας λόγος, φυσικά, για τις αξίες που η ίδια η κοινωνία ακολούθησε εδώ και τόσα χρόνια. Μονάχα σκληρή υπεράσπιση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος στην πράξη. Κι εμείς, ανίκανοι να θέσουμε σε αμφισβήτηση τον σάπιο αυτόν πολιτισμό, αναπολούμε το λαμπρό παρελθόν της Ελλάδας του 2004, των Ολυμπιακών αγώνων, τότε που όλοι μπορούσαμε να ζούμε πλουσιοπάροχα στον καταναλωτικό μας παράδεισο, χλευάζοντας τους «κακούς ξένους» και αδυνατώντας να έρθουμε πραγματικά σ’ επαφή με την εν γένει πραγματικότητα και να την μετασχηματίσουμε, είτε αρκούμαστε στο να μιλάμε για «τα παλιά χαμένα μεγαλεία», τη «σημαντικότητα ενός πολιτισμού» που, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε καμία σχέση μ’ αυτόν.
Αυτή η προγονοπληξία δεν μπορεί φυσικά να κατανοηθεί διαφορετικά από το κοινωνικο-ιστορικό πεδίο του σύγχρονου νεοελληνικού μορφώματος/κράτους, που από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του φλέρταρε με «Μεγάλες Ιδέες» και διάφορα εθνικιστικά ντελίρια. Είναι, βέβαια, αυτό ακριβώς αυτό που κάποτε είχε πει ο Βολτέρος. Ότι «όταν έχεις δυνατότητες να πετύχεις κάτι δεν έχεις ανάγκη από προγόνους». Κι εμείς έχουμε ανάγκη από τα νεκρά είδωλα του παρελθόντος προκειμένου ν’ αναστυλώσουμε την πληγωμένη μας εθνική υπερηφάνεια. Καμία διάθεση για κοινωνική μεταστροφή όμως, κανένα νέο πρόταγμα! Όλα αυτά φαντάζουν σαν μια μεγάλη ομίχλη στο μυαλό του απολύτου κιτς που κυριεύει τις συζητήσεις μας, είτε, στον αντίποδα, αρκούμαστε με τα λαϊκιστικά παραληρήματα του Πάγκαλου και του Πρετεντέρη, φτάνοντας στο σημείο να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ αυτοκριτικής και αυτο-μαστιγώματος.
Καμία απάντηση, λοιπόν, από την ελληνική κοινωνία για όλα αυτά. Η ίδια μόνο τρομαγμένη κοιτά στο παρελθόν, κι αναρωτιέται σε πόσα χρόνια θα τελειώσει αυτός ο βιασμός και θα επιστρέψουμε πάλι στις προμνημονιακές «δόξες» (αγνοώντας ή μή θέλοντας να κατανοήσει ότι επιστροφή πια δεν υπάρχει). Σε πόσα χρόνια θα καταφέρει ο βιαστής να εκτονώσει την απληστία του; Όπως κι οι Γερμανοί του Βερολίνου, όντας κι αυτοί σε άσχημους καιρούς, οδηγήθηκαν από έναν χαρισματικό ψεύτη στην αποκτήνωση, έτσι κι εμείς αρχίζουμε ν’ αφαιρούμε τους καθρέφτες απ΄ το χωλ, για να μην αντικρίζουμε το κτήνος που θεριεύει μέσα μας. Η πραγματική μας εξαθλίωση δεν θα είναι μόνο η πείνα, ούτε η ανεργία. Η εξαθλίωση αρχίζει, επίσης, όταν ο Καρατζαφέρης σταματάει να τρομάζει, όταν το αβέβαιο αύριο ταυτίζεται με το ασήμαντο σήμερα, όταν όλα καταρρέουν και το μόνο που απομένει είναι ο μηδενισμός της εποχής μας.
Αντί να οργανωνόμαστε σαν κοινωνία με στόχο την πραγματική δημοκρατία, με στόχο την αυτοοργάνωση και την ατομική και συλλογική αυτονομία, περιφερόμαστε σαν βάρβαροι που ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους. Αντί να προχωρήσουμε σε μια ενεργητική και πολιτική απεργία διαρκείας (να εκμεταλλευτούμε δηλαδή τα μέσα παραγωγής προς όφελος μας), παρασυρόμαστε είτε στην υποκρισία της «φιλανθρωπίας», είτε στην ανωμαλία της ξενοφοβίας, της προγονοπληξίας είτε και του χρεοκοπημένου αριστερισμού.
Ήρθε ο καιρός να καταλάβουμε ότι καμία αλλαγή δεν είναι ούτε ουτοπική ούτε ειδυλλιακή. Είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές μας και για την ίδια μας την ιστορία, όπως θα έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Η καλύτερη ποιότητα ζωής που απολαμβάνουμε σήμερα, σε σύγκριση με 400 χρόνια πριν είναι μια απόδειξη πως η κοινωνία μπορεί ν’ αλλάξει, αν φυσικά εμείς το απαιτήσουμε. Δεν είναι οι συγκυρίες ή κάποιος μεταφυσικός εξελικτισμός που κινεί τα νήματα, αλλά εμείς οι ίδιοι. Ήταν τα φιλοσοφικά και κοινωνικά κινήματα που κατάφεραν ν’ αλλάξουν τον κόσμο ως ένα βαθμό (Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση, εργατικό κίνημα). Ο περιορισμός της εξουσίας των φεουδαρχών, το τέλος σκοταδιστικού θεοκρατικού συστήματος της Χριστιανικής εκκλησίας, η κατάργηση της δουλείας και της παιδικής εργασίας, όλα αυτά καλλιέργησαν το κλίμα για την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Μπορούμε συνεπώς εμείς οι ίδιοι να κατευθύνουμε τους εαυτούς μας σε ένα πολίτευμα δικαιότερο από αυτό που σήμερα βιώνουμε, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στο πρόταγμα της αυτονομίας.
Κι αν μας πουν «δεν μπορώ να περπατήσω τη νύχτα», θα τους πούμε «ας αλλάξουμε τις μέρες και τις νύχτες μας, όλοι μαζί».
Συγγραφή: Efor, Julien Febvre, Ian Delta
eagainst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου