.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: parallhlografos
Μέρες που ’ναι, έχουμε βομβαρδιστεί επαρκώς με ποικιλώνυμα φασιστικά προεκλογικά μηνύματα και πάμπολλες προσεγγίσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς, κι εδώ κι αλλού. Όντας γέννημα θρέμμα μιας συνοικίας-λίκνου για το σχετικό «αυγό», θέλησα να καταγράψω τις σκέψεις μου γι’ αυτή τη διαδικασία εκκόλαψης που έχει χρονικό και ποιοτικό βάθος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ενδεχομένως αντιλαμβάνονται όσοι τη γνώρισαν από τις ειδήσεις στην τηλεόραση και τον Τύπο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Το κοινωνικό προφίλ που περιγράφεται δεν είναι ασφαλώς η μοναδική ταυτότητα της περιοχής, ούτε και περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη γειτονιά. Αποτελεί όμως πραγματικό και χαρακτηριστικό υπόστρωμα για την ανάλυση ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου φαινομένου.
|
Οι «προστάτες» εν δράσει. |
Ο Άγιος Παντελεήμονας, λοιπόν: μια γειτονιά που συγκατοικούνταν κάποτε από νοικοκυραίους οικογενειάρχες, εμπόρους, μορφωμένους δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες, μεροκαματιάρηδες και φοιτητές από την επαρχία, στο μοτίβο της γνωστής κατ’ όροφο κοινωνικής διαστρωμάτωσης της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Στα ισόγεια, εμπόριο γειτονιάς για κάθε μικρο-μεσοαστική ανάγκη, βιοτική ή και πολυτελείας (είδη δώρων, γκαλερί κ.ά.), η απαραίτητη για την κατοικία «μη οχλούσα» μεταποίηση, κυρίως σε ημιυπόγειους βιοτεχνικούς χώρους, και όλα τα αναγκαία μαστόρια οικιακής χρήσης (τσαγκάρηδες, μοδίστρες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.ά.). Ένας αυτάρκης μικροαστικός μικρόκοσμος δηλαδή, στα όρια του κέντρου. Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και ολοκληρώνεται εν πολλοίς η εικόνα του δομημένου χώρου που βλέπουμε και σήμερα.
Κάτι τα λεφτά που έβαλαν στην άκρη ή και το δάνειο, κάτι η αισιοδοξία που γέννησε το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης, κάτι το όραμα της «υγιεινής» ζωής στα πράσινα αναπτυσσόμενα τότε προάστια, μακριά από τη θορυβώδη και ρυπαρή Αθήνα του «νέφους» και του «κυκλοφοριακού» και, σιγά σιγά, οι λιγότερο «δεμένοι» με το κέντρο εν-κατεστημένοι κάτοικοι, αποχωρούν οικογενειακώς προς νέες μικρο-μεσοαστικές κοιτίδες, κυρίως στα βορειοανατολικά του Λεκανοπεδίου (Πεύκη, Χαλάνδρι, Χολαργός, Μελίσσια κλπ.). Το φαινόμενο εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’80. Οι υπόλοιποι παραμένουν, μεγαλώνουν και γερνάνε στην περιοχή, σταδιακά μόνοι, χωρίς τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το κενό πληρώνεται αρχικά από έναν «τράνζιτ» πληθυσμό νεαρών, ημεδαπών οπωσδήποτε, «νοικοκυριών» εργένηδων ή νεαρών ζευγαριών. Δεν είναι λίγα λοιπόν τα διαμερίσματα που μένουν κενά για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα.
Δεκαετία του ’90: τα πρώτα σημάδια
Ώσπου ξαφνικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχίζουν να εγκαθίστανται οι πρώτοι αλλοδαποί «άλλοι». Όπως και οι προηγούμενοι εσωτερικοί μετανάστες από την ελληνική επαρχία, έτσι κι αυτοί κουβαλάνε την τραχύτητα του λιγότερο εξαστισμένου πληθυσμού. Απλοϊκές συγκρούσεις στην αρχή, για τα καθημερινά της συνοίκησης. Τίποτε το ουσιαστικά διαφορετικό (εκτός από τις «μουσικές» και τις μυρωδιές που πλανώνται στον αέρα). Πάντα οι νεοεισερχόμενοι διένυαν ένα στάδιο «συμμόρφωσης» στα χρονοδιαγράμματα του καλοριφέρ, της πληρωμής των κοινοχρήστων, στη χρήση της υπόγειας αυλής ή της ταράτσας, στα ωράρια κοινής ησυχίας ή και στα καπρίτσια του διαχειριστή ή της διαχειρίστριας της πολυκατοικίας… Και, μέσα από τη βαθιά άγνοια και ακόμα βαθύτερη περιφρόνηση των «παλιών» για το όποιο πλησίασμα της πολιτιστικής διαφοράς των νεοαφιχθέντων, διαμορφώνονται οι πρώτες στερεοτυπικές εικόνες. Οι φιλήσυχοι γείτονες αναμασάνε τα ίδια: οι Πολωνοί πίνουν, οι Αλβανοί είναι αχάριστοι, οι Γεωργιανοί παλιάνθρωποι, το ίδιο ίσως και οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι κλπ. και, δυνάμει, όλοι είναι τυχοδιώκτες και απατεώνες. Tα κλισέ μοιάζουν να δικαιώνονται από τη μεμονωμένη εμπειρία του καθενός και ανακυκλώνονται με πολλαπλασιαστική δυναμική σε μια γειτονιά μεσηλίκων ή και υπερηλίκων πια (η οποία, α προπό, μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ψηφίζει αταλάντευτα Νέα Δημοκρατία σε ποσοστά άνω του 65%). Η γενική υποβάθμιση της περιοχής είναι ήδη σε εξέλιξη, αλλά δεν δημιουργείται δα και κανένα κίνημα. Ποιος νοιάζεται για τα σχολεία και τις παιδικές χαρές; Όχι πάντως οι ντόπιοι που δεν έχουν πια μικρά παιδιά. Ποιος θίγεται από τη ραγδαία αύξηση των οίκων ανοχής; Όχι πάντως οι ντόπιοι που εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς κάποτε εντός, εκτός και επί τα αυτά της διαβόητης οδού Φυλής, στην εποχή της μεγάλης της δόξας. Οι κινηματογράφοι της γειτονιάς κλείνουν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και δεν ζορίζεται κανένας, μιας και όλοι έχουν πια τηλεόραση, ενώ τα βιντεοκλάμπ ξεφυτρώνουν παντού και γνωρίζουν μεγάλες πιένες. Οι κλειστοί κινηματογράφοι αντικαθίστανται εν μέρει με σκυλάδικα για τους ημεδαπούς και ειδικά «κλαμπ» για τους ξένους. Κανένα πρόβλημα — τα διασκεδαστήρια του είδους είναι δημοκρατικό δικαίωμα και «πολιτιστικά κέντρα» στη μετά Γιαννόπουλο απενοχοποιημένη λαϊκή συνείδηση.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι ιδιοκτήτες των πιο μικρών ειδικά διαμερισμάτων, μπροστά στα κεσάτια, ρίχνουν ο ένας πίσω από τον άλλο την όποια «εθνική υπερηφάνεια» τους και νοικιάζουν τα πεπαλαιωμένα πλέον υπόγεια, γκαρσονιέρες και βιοτεχνικούς χώρους που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους (ας είν’ καλά το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» και το χρηματιστήριο) σε μεροκαματιάρηδες ή εξαθλιωμένους «ξένους», που ολοένα καταφτάνουν στην περιοχή. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις ωστόσο, δεν παύουν να νοσταλγούν το «ένδοξο» παρελθόν της γειτονιάς: την αστικότητα, ευταξία και νομιμοφροσύνη της δεκαετίας του ’60, της χούντας και των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, τότε δηλαδή που μεταξύ όλων των αρετών που ίσως όντως είχε η περιοχή (όπως και ευρύτερα η Κυψέλη), ανθούσαν οι χαρτοπαικτικές λέσχες και οι θυρωροί έκαναν καλά τη γνωστή δουλειά τους, το ίδιο και οι περιπτεράδες. Όσο για τον δημόσιο χώρο; Στις πλατείες της γειτονιάς κλείνονται στοιχήματα για κόντρες με μηχανάκια, μοιράζονται ναρκωτικά και ψωνίζεται ο αγοραίος έρωτας ήδη από την εποχή του Γαρδέλη. Κανείς όμως δεν φαίνεται να το πρόσεξε.
Μετά το 2000: δραματικές αλλαγές και το τυφλό αίτημα της «ανακατάληψης»
Στα μισά της προηγούμενης δεκαετίας περίπου, η εικόνα αλλάζει πιο δραστικά (και δραματικά). Οι πλατείες Αγ. Παντελεήμονα, Αττικής και Βικτωρίας για κάνα-δυο χρόνια πριν τους ένδοξους Ολυμπιακούς Αγώνες «φιλοξενούν», με την ανοχή της αστυνομίας, τις πιάτσες των ναρκωτικών που μέχρι τότε «σπίλωναν» το τοπίο της Ομόνοιας κυρίως. Ουδεμία σοβαρή κοινωνική αναταραχή. Ταυτόχρονα, το πλήθος των εγκατεστημένων ή νεοαφιχθέντων μεταναστών μοιάζει πια να ξεπερνά το κρίσιμο μέγεθος, καταρχάς για την υποστήριξη της ζήτησης για το τοπικό εμπόριο, κατά δεύτερον της προσφοράς κατοικίας. Οι νέοι πάμφτωχοι «πελάτες» που συνωστίζονται ανώνυμα και άτυπα, αλλά φυσικά καθόλου δωρεάν στα πιο υποβαθμισμένα ακίνητα της περιοχής, δεν είναι «καλοί»· να φύγουν. Όλοι το συζητάνε σχετικά φανερά, εκτός φυσικά από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που ίσως το ζητάνε με τη σειρά τους στις περιοχές που διαμένουν ή εργάζονται. Να φύγουν και να πάνε πού; Ή να έρθουν ποιοι; Καμιά απάντηση. Έτσι λοιπόν, με ένα δυναμικό πλην «τυφλό» αίτημα, εμφανίζεται περί τα τέλη του 2008 μια «επιτροπή κατοίκων», πρόθυμη για δράση στο πεδίο. Οι απαντήσεις που δεν δίνονται στο αίτημα της εθνικής καθαρότητας της περιοχής ή της εθνικής «επανάκτησης» ή «ανακατάληψης» του χώρου, υποδηλώνουν τη βαθιά και γνήσια αδιαφορία των «ιθαγενών» για τις όποιες μεθόδους ανθρώπινης «εκκαθάρισης». Τι θα απογίνουν αυτοί οι νέοι «άθλιοι», που εν γνώσει των πάντων συνωστίζονται στα υπόγεια, στους βιοτεχνικούς χώρους ή και στις πλατείες; Ιδανικά, ας μην υπήρχαν. Ρεαλιστικά, ας πεθάνουν, είναι μάλλον η άρρητη απάντηση. Κι αν χρειαστεί βάζουμε κι ένα χεράκι. Όχι εμείς, οι ευυπόληπτοι νοικοκυραίοι, βέβαια. Ας το κάνει το κράτος ή, έστω, τα νεοεμφανισθέντα και στρατευμένα με το μέρος μας «παιδιά».
Ήρθαν οι «προστάτες»: και «Έλληνες» και «λεβέντες»